-
1 προ-παρ-έχω
προ-παρ-έχω (s. ἔχω), vorher hinhalten, darreichen; προπαράσχετέ μοι μιᾶς ἡμέρας σῖτον, Xen. Hell. 5, 1, 18; προπαρεσχηκὼς ἐμαυτόν σοι σύμμαχον, Cyr. 5, 5, 20.
1 προ-παρ-έχω
προ-παρ-έχω (s. ἔχω), vorher hinhalten, darreichen; προπαράσχετέ μοι μιᾶς ἡμέρας σῖτον, Xen. Hell. 5, 1, 18; προπαρεσχηκὼς ἐμαυτόν σοι σύμμαχον, Cyr. 5, 5, 20.